- φαίνομαι
- ΝΜΑ, και ενεργτ. φαίνω Αμέσ.1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.)2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β. «ἐθαύμαζον ὅτι οὐδαμοῡ Κῡρος φαίνοιτο», Ξεν.)4. δίνω την εντύπωση, θεωρούμαι ότι... (α. «φαίνεται να περνάει καλά» β. «οὐ γὰρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον είναι», Ομ. Οδ.)5. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. φαινόμενονεοελλ.1. παρέχω σαφείς ενδείξεις, προμηνύομαι («η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται»)2. (ως απρόσ.) φαίνεταιεικάζεται, συμπεραίνεται(«φαίνεται ότι θα βρέξει»)3. (το γ' εν. πρόσ. με γεν. προσ. αντων. μού, σού κ.λπ.) νομίζω, πιστεύω, θεωρώ4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) φαινόμενος, -ένη, -ο(αστρον.-μαθ.-φυσ.) αυτός που υπάρχει όπως φαίνεται, όπως παρατηρείται, όπως υποπίπτει στην αντίληψη τού παρατηρητή, σε αντιδιαστολή με εκείνον που πραγματικά είναι ή μπορεί να είναι, φαινομενικός (α. «φαινόμενος χρόνος» β. «φαινομένη κίνηση» γ. «φαινομένη ταχύτητα» δ. «φαινόμενο μέγεθος»)5. φρ. α) «όπως φαίνεται» — κατά τα φαινόμενα είναι πιθανό, πιθανώς, ίσωςβ) «έτσι σού φαίνεται» — λέγεται σε κάποιον, όταν κάνει λάθος σε κάτι που πιστεύειαρχ.1. ενεργ. φαίνωα) κάνω κάτι να φανεί, φέρνω στο φως («ἡμῑν μὲν τόδ' ἔφηνε τέρας μέγα μητίετα Ζεύς», Ομ. Ιλ.)β) δείχνω, αποκαλύπτω («φαῑνε μηρούς», Ομ. Οδ.)γ) φανερώνω, καταδεικνύω («φανεῑ κωκύματα» — οι θρήνοι θα φανερώσουν την αλήθεια, Σοφ.)δ) παρέχω, δίνω («Ἑλένη δὲ θεοὶ γόνον οὐκέτ' ἔφαινον», Ομ. Οδ.)ε) εκθέτω, λέω («μηκέτι ταῡτα νοήματα φαῑν' ἑνὶ δήμῳ», Ομ. Ιλ.)στ) ερμηνεύω, εξηγώ, αναλύω, διασαφηνίζωζ) (σχετικά με ήχο) κάνω να ηχήσει καθαρά στο αφτί («σάλπιγξ ὑπέρτονον γήρυμα φαινέτω στρατῷ», Αισχύλ.)η) καταγγέλλω, καταδίδω, προδίδωθ) (ιδίως) καταγγέλλω κάτι ως παράνομοι) (απολ.) i) δίνω πληροφορίεςii) φέγγω, φωτίζω («φαίνοντες νύκτας... δαιτυμόνεσσι», Ομ. Οδ.)2. μέσ. α) (για φωτιά) γίνομαι ορατός από την λάμψη μουβ) (για ουράνιο σώμα) ανατέλλω, επιτέλλω («ἄστρα φαεινήν ἀμφὶ σελήνην φαίνετ' ἀριπρεπέα», Ομ. Ιλ.)γ) (για πρόσ.) i) γεννιέμαι («δοῡλος ἀντ' ἐλευθέρου φανείς», Σοφ.)ii) γίνομαι («ἐκ βασιλέως ἰδιώτην φανῆναι», Ξεν.)δ) (για γεγονός) συμβαίνω, συντελούμαιε) εκδηλώνομαιστ) (με μτχ.) είμαι φανερός, πρόδηλος («φαίνεται ὁ νόμος ἡμᾱς βλάπτων», Θουκ.)ζ) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) θεωρώ καλό ή λογικόη) (στην φιλοσ.) i) είμαι φανερός στις αισθήσειςii) είμαι αντιληπτός στον νουθ) (στους διαλόγους τού Πλάτ. ως απόκριση) ναι, μάλιστα («φαίνεταί σοι ταῡτα; φαίνεται», Πλάτ.)ι) σπαν. νομίζω, πιστεύω3. (το αρσ. τής ενεργ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) βλ. Φαίνων4. (το ουδ. τής μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φανθέντα- πράγματα για τα οποία έγινε καταγγελία ότι έχουν εισαχθεί παράνομα με λαθρεμπόριο5. φρ. α) «ἄμ' ἠοῑ φαινομένῃφιν» — την αυγή (Ομ. Ιλ.)β) «φαίνειν φρουράν»(στην Σπάρτη) επιστρατεύω, στρατολογώγ) «αὐτὸ φανέν» — ολοφάνερα (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φαίνω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhā- / *bh(e)ә2-, η οποία εμφανίζει δύο διαφορετικές σημ.: «λάμπω, φωτίζω» (πρβλ. φῶς, φαίνω, αρχ. ινδ. bhā-ti «φωτίζει») και «μιλώ, εξηγώ» (πρβλ. φημί), οι οποίες διακρίνονται και σε ορισμένους τ. τής οικογένειας τού ρ. φαίνω, πρβλ. φάσις, πρόφασις, άποφαίνω (για τη διπλή σημ. τής ρίζας βλ. και λ. φημί). Ο ενεστ. φαίνω (< *φα-ν-jω) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα, -φă- (< *bhә2-) τής ρίζας (πρβλ. φă-σις, φă-σμα και τα σύνθ. σε -φατος, -φατικός) με έρρινο πρόσφυμα -ν- (πρβλ. αρχ. ινδ. bhā-nu-, αβεστ. bā-nu- «λάμψη, φως», αρχ. ιρλδ. bā-n «λευκός», γερμ. boh-n-ern «γυαλίζω με κερί») και ενεστωτικό επίθημα -jω (πρβλ. ὑφαίνω < ὑφ-αν-jω). Από το θ. τού ενεστ. φαν-, με το έρρινο πρόσφυμα, έχει σχηματιστεί το μεγαλύτερο μέρος τών παρ. και σύνθ. τού ρ. φαίνω (πρβλ. φαν-ερός, φαν-τήρ, φάν-τωρ), σύνθ. σε -φανής, σύνθ. σε -φάντης κ.λπ. Από τους τελευταίους αυτούς τ. προήλθε το θ. φαντ-, από το οποίο σχηματίστηκε το ρ. φαντάζω, -ομαι και τα παράγωγά του. Τέλος, η απαθής βαθμίδα φᾱ- / φη- τής ρίζας απαντά στον τ. τού μέλλ. πε-φή-σεται (για τον σχηματισμό τού μέλλ. με διπλασιασμό, πρβλ. με-μνήσομαι: μιμνήσκω, τε-θνήξω: θνῄσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.